καρνοτίτης

καρνοτίτης
Ορυκτό, ένυδρο ουρανικό και βαναδικό άλας του καλίου, της ομάδας των ουρανιομαρμαρυγιών· η σύστασή του είναι K2(UO2)2(VO4)22Ο. Η δομή του είναι σύνθετη και λεπιοειδής και σπάνια κρυσταλλώνεται. Συνήθως έχει τη μορφή κόκκων και σκόνης, με χρώμα έντονα κίτρινο ή πρασινοκίτρινο. Ο κ. είναι ισχυρά ραδιενεργό ορυκτό. Βρίσκεται συνήθως σε ζώνες αλλοιωμένων ιζηματογενών πετρωμάτων, πλούσιων σε οργανικά κατάλοιπα. Αρχικά ανακαλύφθηκε στις πολιτείες Γιούτα και Κολοράντο των ΗΠΑ σε αμμόλιθους που περιείχαν βανάδιο της ιουράσιας περιόδου. Ποσότητες κ. βρέθηκαν επίσης σε ασβεστώδεις αμμόλιθους στην περιοχή Σάμπα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, στο Ράντιουμ Χιλ της Αυστραλίας κ.α. Είναι πολύτιμο μετάλλευμα του ουρανίου και του βαναδίου. Δείγμα του ορυκτού καρνοτίτη.
* * *
ο
(ορυκτ.) κίτρινο ραδιενεργό ορυκτό που περιέχει βαναδικές ενώσεις ουρανίου, καλίου και άλλων στοιχείων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… …   Dictionary of Greek

  • βανάδιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο V. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων και έχει ατομικό αριθμό 23 και ατομικό βάρος 50,95. Έχει δύο σταθερά ισότοπα και είναι αρκετά διαδεδομένο στη φύση. Τα κύρια ορυκτά του είναι ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”